ἐφανέρωσα

ἐφανέρωσα
φανερόω
make manifest
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξεφανερώνω — 1. κάνω κάτι να γίνει φανερό 2. αποκαλύπτω μυστικό, εκμυστηρεύομαι («δεν είναι πόνος να πονεί... σαν την αγάπη την κρυφή, που δεν ξεφανερώνει», δημ. τραγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ φανερώνω (αόρ. ἐξ εφανέρωσα), βλ. και λ. ξ(ε) ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”